- Σκώτος
- ο , Σκώτίς (-ίδος) η см. Σκωτσέζος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Σκώτος — και Σκότος, ο, Ν αυτός που κατάγεται από τη Σκωτία ή ο κάτοικος τής Σκωτίας, Σκωτσέζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Scot < αρχ. αγγλ. Scottas < υστερολατ. Scotus / Scottus] … Dictionary of Greek
Σκωτσέζος — και Σκοτσέζος, ο, θηλ. Σκωτσέζα και Σκοτσέζα, Ν ο Σκώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκώτος / Σκότος αναλογικά προς τη λ. εγγλέζος και με επίδραση τών τ. Scots και Scotch] … Dictionary of Greek
Σκότος — ο, Ν βλ. Σκώτος … Dictionary of Greek
σκωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκώτους και στη Σκωτία, σκωτζέζικος 2. (το θηλ. ως κύριο όν). η Σκωτική η σκωτική γλώσσα 3. φρ. «σκωτική γλώσσα» γλωσσ. α) κελτική γλώσσα που μιλιέται στη Σκωτία, αλλ. σκωτική γαελική γλώσσα β)… … Dictionary of Greek
Τιερί από τη Σαρτρ — (Thierry de Chartres, ; – 1155). Σχολαστικός φιλόσοφος του 12ου αι.. Ήταν νεότερος αδελφός του επίσης σχολαστικού φιλοσόφου Βερνάρδου από τη Σαρτρ και υπήρξε ένας από τους χαρακτηριστικότερους άνδρες της εποχής του. Το περιεχόμενο της διδασκαλίας … Dictionary of Greek